- επικοινωνός
- ἐπικοινωνός, -όν (Α) [επικοινωνώ]αυτός που έχει επικοινωνία, συνάφεια με κάτι («ταύτῃ μὲν οὖν ἐπικοινωνός σοφίῃ τις», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επικοινωνώ, υποχωρητικός σχηματισμός (πρβλ. κοινωνός < κοινωνώ)].
Dictionary of Greek. 2013.